- εξαιματώ
- ἐξαιματῶ, -όω (Α) [αιματώ]μετατρέπω σε αίμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξαιμάτωσις — ἐξαιμάτωσις, η (Α) [εξαιματώ] (για τροφή) η μετατροπή σε αίμα («ἐν ἥπατι κατά τήν έξαιμάτωσιν», Γαλ.) … Dictionary of Greek
ξαιματώνω — (Μ ξαιματώνω) νεοελλ. ματώνω, μετατρέπω σε αίμα μσν. 1. κάνω κάποιον να ματώσει 2. ματώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐξαιματώ, με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος] … Dictionary of Greek
συνεξαιματώ — όω, Α προκαλώ ροή αίματος ταυτοχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξαιματῶ «μετατρέπω σε αίμα»] … Dictionary of Greek